προδιαλογισμός

προδιαλογισμός
ὁ, Α [προδιαλογίζομαι]
1. προηγούμενη άθροιση λογαριασμών
2. προκαταρκτική λογοδοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”